Σε διαρκή εγρήγορση και έρευνα για τα μεταπυρικά φαινόμενα βρίσκεται η επιστημονική ομάδα του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όπως τονίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο δρ Μιχάλης Διακάκης «εμείς συνεχίζουμε την έρευνα και στο πεδίο αλλά και στο εργαστήριο ώστε να αναλύουμε την κατάσταση και να προχωράμε την έρευνα για τις επιπτώσεις των μεταπυρικών φαινομένων. Έχουμε ξεκινήσει μια διερεύνηση των κινδύνων που διατρέχουν άμεσα αυτές οι περιοχές.
Το ‘πακέτο’ των προτάσεών μας εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο όσων ακολουθούνται παγκοσμίως σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως είπαμε αρχικά πρέπει να γίνεται μια έρευνα, μια εκτίμηση και διερεύνηση των κινδύνων, των απειλών, πού θα ‘χτυπήσουν’ και με τι ένταση, ποιες περιοχές είναι περισσότερο ευάλωτες, ώστε να γίνει μια ιεράρχηση στο πού πρέπει να επέμβουμε.
Με βάση λοιπόν αυτήν την ιεράρχηση θα μπορούν να γίνουν ανασχετικά φράγματα. Πρόκειται για φράγματα τα οποία τα κάνουμε αρκετά ψηλά, στο ορεινό κομμάτι της πληγείσας περιοχής, ώστε να συγκρατεί τα φερτά υλικά. Επίσης υπάρχει κι άλλο μέτρο όπως τα κορμοπλέγματα, τα κορμοδέματα και διάφορες άλλες τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται σε καμένες περιοχές, ώστε να συγκρατούν τον εδαφικό μανδύα και για να μην τον χάσουμε, αφού είναι πολύτιμος για τη βλάστηση και την οικολογία της περιοχής, αλλά και για να μη γίνουν υλικό που θα φτάσει και θα πλήξει πιθανό και κατοικημένες περιοχές.
Όλες αυτές οι τεχνικές και τα μέτρα θα πρέπει να γίνουν με πολλή προσοχή για να μην πλήξουμε το οικοσύστημα μετά την πυρκαγιά, για να δώσουμε τη δυνατότητα να υπάρξει η φυσική αναγέννηση και θα πρέπει επίσης να λάβουν και άλλους παράγοντες υπόψη μας. Αν μια περιοχή δεν έχει πλέον κορμούς επειδή έχουν καεί ή επειδή έχει μόνον απλή βλάστηση είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε σε εκείνο το μέρος να χρησιμοποιήσουμε κορμούς, αλλά μπορούμε κάποιο άλλο υλικό, όπως για παράδειγμα από λιθορριπή ή τσιμέντο όπως είχαμε κάνει στον Μαραθώνα μετά την πυρκαγιά του 2009. Ανάλογα με την περίπτωση και τη μελέτη που θα γίνει για να προσδιορίσουμε ποια είναι τα κατάλληλα μέτρα».
Κάθε κοινότητα, δήμος, περιφέρεια έχει τη δυνατότητα να κάνει σχέδια δράσης σχετικά με τις πυρκαγιές
Ταυτόχρονα, όπως υπογραμμίζει ο κ. Διακάκης «όσων αφορά την αντιμετώπιση επερχόμενων πλημμυρών σε οικισμούς που πιθανό να κινδυνέψουν, θα πρέπει να γίνει ένας πολύ καλός έλεγχος όλων των ανθρώπινων παρεμβάσεων που έχουν γίνει σε ρέματα, ώστε να αρθούν αυτές οι παρεμβάσεις και επίσης να είμαστε σίγουροι ότι το νερό έχει τον επαρκή και σωστό δρόμο για να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. Από δω και πέρα θα πρέπει να χαραχτεί μια στρατηγική που δεν θα ξαναφέρει τα ίδια προβλήματα, να υπάρξει ένα σχέδιο στρατηγικής, το οποίο να μπορεί να είναι αξιόπιστο και να αφορά στην εκκένωση των οικισμών. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει εκπαίδευση κι ενημέρωση των κατοίκων όλων των περιοχών της Ελλάδας βέβαια κι όχι μόνο των πληγεισών.
«Κάθε κοινότητα, δήμος περιφέρεια έχει τη δυνατότητα να κάνει σχέδια δράσης σχετικά με τις πυρκαγιές ώστε να μπορεί να καταλαβαίνει πού έχει την μεγαλύτερη επικινδυνότητα, πού έχει τη δυνατότητα να κάνει πρόληψη να στείλει περιπολίες, τοποθέτησης κρουνών κλπ ανάλογα πάντα με τα χαρακτηριστικά της περιοχής του.
Εφόσον η επιστημονική κοινότητα λοιπόν έχει τη δυνατότητα κι εφόσον τα εργαλεία είναι στη διάθεσή μας δεν βλέπω τον λόγο γιατί κάθε δήμος ή περιφέρεια να μην τα χρησιμοποιήσει. Νομίζω ότι ήδη οι οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης και το κράτος αξιοποιεί τα ερευνητικά ιδρύματα αλλά θα μπορούσε βεβαίως αυτό να γίνει σε μεγαλύτερο βαθμό».
Πιο συχνά και έντονα φαινόμενα κατολισθήσεων, πλημμυρών και λασποροών στις καμένες περιοχές της Ανατολικής Αττικής
Η φύση έπειτα από μια πυρκαγιά στα δασικά συστήματα της Μεσογείου έρχεται σε μια ανισορροπία. Αυτήν την ανισορροπία η επιστημονική κοινότητα την χαρακτηρίζει «παράθυρο» ανισορροπίας κι έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. «Καταρχήν, το έδαφος γίνεται υδροφοβικό, δηλαδή δεν επιτρέπει στον ίδιο βαθμό που επέτρεπε την εισροή νερού μέσα στο υπέδαφος ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί ως υπεδαφικό νερό από το οποίο μπορούμε να κάνουμε γεωτρήσεις, αλλά έχει την τάση το νερό να πηγαίνει επιφανειακά, δηλαδή να δημιουργείται μια έντονη απορροή. Από το ποσοστό της βροχής που θα πέσει μετά την πυρκαγιά έχουμε μεγαλύτερο ποσοστό να πηγαίνει μέσα στα ποτάμια και να φεύγει επιφανειακά και λιγότερο ποσοστό να πηγαίνει στο υπέδαφος. Αυτό προκαλεί δυο βασικά προβλήματα» εξηγεί ο κ. Διακάκης.
«Έχουμε μικρότερη αποθήκευση νερού που μπορούμε να το κάνουμε είτε άρδευση, είτε να το πιούμε, είτε να ποτίσουμε κλπ και περισσότερη ποσότητα νερού η οποία πηγαίνει προς τα κάτω κι είναι πιθανό να φέρει πλημμύρες και διάβρωση στο επόμενο χρονικό διάστημα. Τι φέρνει εμμέσως λοιπόν μια πυρκαγιά; Νέα, πιο έντονα και πιο συχνά πλημμυρικά φαινόμενα, φέρνει πιο έντονα και πιο συχνά κατολισθητικά φαινόμενα και φέρνει και φαινόμενα λασποροών, δηλαδή έχουμε μια μίξη κατολίσθησης και πλημμύρας όπου έχουμε έναν όγκο λάσπης, ο οποίος κατεβαίνει με πολλή ένταση και καταστροφικότητα προς τη θάλασσα κουβαλώντας μαζί και ξύλα κι εδαφικά υλικά κι οτιδήποτε βρει μπροστά του».
Όπως τονίζει ο επιστημονικός συνεργάτης του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών «έχει διαπιστωθεί ότι σε ορισμένες πυρκαγιές η περίοδος ανισορροπίας μπορεί να κρατήσει από κάποια λίγα χρόνια μέχρι και 15ετία. Συγκεκριμένα στην περίπτωση της Ηλείας στις πυρκαγιές του 2007 έχουμε ‘παράθυρο ανισορροπίας’, το οποίο όπως έχουμε πιστοποιήσει με διάφορες μετρήσεις, έχει κρατήσει 10 χρόνια και πιθανόν να διαρκέσει και παραπάνω. Διότι στην Ηλεία έχουμε πενταπλασιασμό των κατολισθήσεων και τριπλασιασμό των πλημμυρών, δηλαδή οι πλημμύρες έχουν γίνει τρεις φορές πιο συχνές. Κάτι παρόμοιο φοβόμαστε και για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής που επλήγη από τις πυρκαγιές, διότι η φύση δρα παντού με τον ίδιο τρόπο και φοβόμαστε ότι θα έχουμε αύξηση αυτών των φαινομένων στη συγκεκριμένη περιοχή και στις λεκάνες απορροής που έχουν πληγεί από αυτήν την πυρκαγιά, δηλαδή φαινόμενα κατολισθήσεων, πλημμυρών και λασποροών. Αυτό βέβαια εξαρτάται με τη συχνότητα και την ένταση των βροχοπτώσεων που θα σημειωθούν. Θα πρέπει λοιπόν να πάρουμε από τώρα τα μέτρα μας».