H ιστορία της εφαρμογής των κανάβινων σωλήνων (τρεβίρα) μιας ίντσας στην Δασοπυρόσβεση
Του Παναγιώτη Καλλίρη, Δασολόγου, Δ/ντή Δασών Κορινθίας
Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη και στον τόπο μας που να μη έχει δει στα ΜΜΕ δασικές πυρκαγιές. Πολλοί τις έχουν βιώσει κοντά στην περιοχή που εξελίσσονται και κάποιοι δίπλα ή μέσα σε αυτές. Ανυπολόγιστες είναι οι συνέπειες τους στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και τον πολιτισμό, όπως ανεπανόρθωτες και ανεξίτηλες ως συνέπειες ή μνήμες είναι για κάποιους ανθρώπινες ζωές, νοικοκυριά, χωριά, επιχειρήσεις, δασικά οικοσυστήματα, χλωρίδα, πανίδα, όνειρα μιας ζωής, η ίδια η ζωή και ο πολιτισμός μας που χάθηκαν, χάνονται και θα χαθούν και στο μέλλον.
Όλοι μας σχεδόν έχουμε παρακολουθήσει από τα ΜΜΕ και κάποιοι από κοντά δασικές πυρκαγιές, πυροσβεστικά οχήματα και πυροσβέστες να επιχειρούν να ελέγξουν τις δασικές πυρκαγιές ρίχνοντας νερό που το μεταφέρουν με κάποιους σωλήνες διαφόρων τύπων. Ο πιο συνηθισμένος και εύχρηστος τύπος σωλήνων που είναι εφοδιασμένα όλα τα πυροσβεστικά οχήματα και χρησιμοποιούνται για να σβήσουν τις αγροτικές και δασικές πυρκαγιές σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις είναι οι με υφασμάτινη εξωτερική πλέξη (τρεβίρα) σωλήνες διαμέτρου μιας (1) ίντσας.
Όλοι οι πυροσβέστες και οι εθελοντές χρησιμοποιούν σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα με μεγάλη επιτυχία αυτόν το τύπο των πυροσβεστικών σωλήνων στην δασοπυρόσβεση αλλά και κατά περίπτωση και σε αγροτικές αλλά και σε αστικές πυρκαγιές. Κανείς ωστόσο ή ελάχιστοι, κυρίως παλιοί δασικοί υπάλληλοι και παλιοί αξιωματικοί και πυροσβέστες του Π.Σ., γνωρίζουν την πραγματική ιστορία τους. Δηλαδή το «Γιατί;» και το «Πότε;» άρχισαν αυτοί να χρησιμοποιούνται και το «Πώς;» καθιερώθηκε η χρήση τους στην δασοπυρόσβεση και εφαρμόζεται έως σήμερα.
Αυτή είναι η μικρή ιστορία τους.
Τέλη του 1983. Μια σειρά δασολόγων ανδρών και γυναικών απόφοιτων του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου διορίζονται βάσει της επετηρίδας με σύμβαση στην Δασική Υπηρεσία. Για τους περισσότερους με τα πρώτα θετικά συναισθήματα της εξασφάλισης μιας δουλειάς σχετικής με τις σπουδές μας έρχονται και οι ευθύνες και η ατέλειωτη εμπλοκή, απασχόληση και κούραση στα αντικείμενα της υπηρεσίας. Ιδιοκτησιακά, χαρακτηρισμοί, αναδασωτέες, μηνύσεις, αυτόφωρα, παράνομες υλοτομίες, διαχείριση, προσημάνσεις, χαράξεις, επιμετρήσεις σύνταξη μελετών δασοτεχνικών έργων, αναδασώσεις, περιπολίες και πριν καλά καλά περάσει ο πρώτος χειμώνας παίρνουμε και το βάπτισμα του πυρός, δηλαδή των δασικών πυρκαγιών κυριολεκτικά.
Δεν θυμάμαι που ήταν η πρώτη φωτιά ούτε και η δεύτερη ούτε και η τρίτη πυρκαγιά που με έστειλαν. Στην Κορινθία και συγκεκριμένα στο Δασαρχείο Κορίνθου οι δασικές πυρκαγιές δεν είχαν ούτε τόπο, ούτε εποχή, ούτε ημέρα, ούτε καθημερινή ή γιορτή, ούτε ώρα, ούτε Θεό. Όλο τον χρόνο οι αγρότες καθάριζαν τους ελαιώνες, τις σουλτανίνες, κάθε είδους καλλιέργεια και έβαζαν φωτιά να κάψουν τα ξερά κλαδιά που ξέφευγαν στο γειτονικό δάσος.
Αν δεν έπαιρναν τα δάση φωτιά από τους αγρότες έπαιρναν από τους διάσπαρτους, ανεξέλεγκτους σκουπιδότοπους των χωριών και των πόλεων και τα σκουπίδια στα ρέματα. Δεν υπήρχε ρέμα χωρίς σκουπίδια. Αν δεν έπαιρναν από τα σκουπίδια έπαιρναν από τα τρακτέρ στους δρόμους ή τα τραίνα που έκαιγαν μαζούτ, πετούσαν καύτρες και μας φούντωναν. Και αν δεν έπαιρναν από τους δρόμους και τα τραίνα, έπαιρναν από τους τροχούς και τις ηλεκτροκολλήσεις των ιδιοκτητών αυθαιρέτων που κάθε φορά που φυσούσε λίγο εύρισκαν την ώρα να νοικοκυρέψουν τα αυθαίρετα. Δεν μας λυπούνταν ούτε οι μετασχηματιστές της ΔΕΗ.
Δεν μας έλειπαν και οι διάσπαρτοι κατά περιοχές «τυχαίοι» εμπρησμοί για να μη χάνουμε την φόρμα μας. Με απλά λόγια, τρέχαμε όλο τον χρόνο από τα έργα στις φωτιές και από τις φωτιές στα άλλα αντικείμενα που δεν είχαν τελειωμό. Στον ίδιο σακίδιο είχαμε χειμώνα καλοκαίρι το κλισίμετρο, την πυξίδα, την μετροταινία, το παγούρι, τα άρβυλα και πίσω σε κάτι σαράβαλα jeep στριμωγμένα το παχύμετρο, τσάπες, κοσόρες (ξάλες) και τσεκούρια για να κόψουμε μια κλάρα να χτυπήσουμε την φωτιά. Για ωράρια εργασίας ούτε λόγος. Για υπερωρίες και κινήσεις αν είχαμε πιστώσεις κάτι γινόταν αλλιώς υπέρ πίστεως και πατρίδας. Έτσι μας έλεγαν γελώντας οι παλιότεροι. Βλέπετε ήμασταν νέοι. Πολύ νέοι και οι περισσότεροι από εμάς πίστευαν ότι δεν θα πάει στράφι ο αγώνας μας για ένα καλλίτερο αύριο για την υπηρεσία για μας και τον τόπο μας. Τόσο νέοι…
Ενδιαφέρουσες αλλά λίγες ήταν αρχικά οι πανεπιστημιακές γνώσεις από τον Καϊλίδη και μηδενική η εμπειρία μας στην διαχείριση των δασικών πυρκαγιών. Είχαμε, όμως, πολύ καλές, βασικές γνώσεις για τα δάση -ας είναι καλά εκεί που είναι ο Ντάφης- που κάθε ημέρα εμπλουτίζονταν με μοναδικές εμπειρίες αφού περπατάγαμε και δουλεύαμε, ουσιαστικά ζούσαμε, μέσα σε αυτά. Κούραση και ταλαιπωρία ατέλειωτη άλλα και γνώση και εμπειρίες στα δασικά οικοσυστήματα του τόπου μας μοναδικές.
Από την πρώτη μου συμμετοχή στις δασικές πυρκαγιές, μαζί με τους οδηγούς και δασοπυροσβέστες του Δασαρχείου Κορίνθου, μόνιμους και εποχιακούς, είτε χτυπώντας την φωτιά με μια κλάρα είτε τραβώντας ατελείωτες ώρες σωλήνες (μάνικες) πυρόσβεσης για να φτάσουμε στην φλόγα, κατάλαβα πως το σημαντικότερο εργαλείο στην δασοπυρόσβεση δεν ήταν τα πυροσβεστικά οχήματα ούτε τα αεροπλάνα ούτε άλλος εξοπλισμός άλλα…. ο άνθρωπος.
Δηλαδή, ο οδηγός και ο δασοπυροσβέστης. Αυτοί ήταν το σημαντικότερο και πολυτιμότερο «εργαλείο» που είχε ο/η επικεφαλής Δασάρχης ή ο συντονιστής/τρια για να ελέγξει μια φωτιά. Ο οδηγός και ο δασοπυροσβέστης. Αν αυτοί δεν ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένοι και δεν είχαν την απαιτουμένη εμπειρία και ευστροφία. Αν δεν ήσαν σε καλή φόρμα και δεν είχαν τις απαιτούμενες αντοχές. Αν δεν ήσαν σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Αν δεν είχαν φιλότιμο και σεβασμό για την δουλειά τους. Αν είχες παράλογες απαιτήσεις και τους εξαντλούσες με παράλογες εντολές πέραν των ορίων τους. Αν τους έκανες να μη νιώθουν ασφαλείς κάτω από τις εντολές σου. Με άλλα λόγια, αν τους «έχανες» με οποιονδήποτε τρόπο είχες χάσει και την μάχη με την φωτιά. Και τότε όποια θέση και αν κατείχες στη ιεραρχία θα ήσουν αποτυχημένος και ίσως και επικίνδυνος να διοικήσεις δηλαδή να συντονίσεις μια πυρόσβεση. Αυτό γινόταν αμέσως γνωστό. Η φήμη σου προηγείτο πολύ γρήγορα της φυσικής παρουσίας σου. Και οι οδηγοί και δασοπυροσβέστες σε αντιμετώπιζαν ανάλογα.
Από την πρώτη στιγμή παρατηρώντας και χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό των πρώτων Πυροσβεστικών Οχημάτων (Π/Ο) της Υπηρεσίας, δηλαδή των πρώτων UNIMOG και ενός δότη INTERNASIONAL, καταλάβαμε ότι τα συγκεκριμένα Π/Ο δεν είχαν εξοπλισμό για να σβήνουν φωτιές στα δάση αλλά σε πόλεις. Καλά αυτοκίνητα δυνατά ευέλικτα «σκυλιά» όπως τα χαρακτηρίζαμε τότε αλλά για την πόλη. Όχι για δάση. Διέθεταν καταρχήν μια καλή δυνατή αντλία τύπου «rosenbauer». Το ίδιο και τα STEYR που ήρθαν αργότερα και διέθεταν αντλίες «Ζίγκλερ».
Διέθεταν δυο κουβαρίστρες με σταθερά προσαρμοσμένους σε αυτούς μαύρους, σκληρούς, δύσκαμπτους, βαρείς, λαστιχένιους σωλήνες (λάστιχα), μήκους 50-65 μ., που κατέληγαν σε βαρείς, ακριβούς αυλούς (πιστόλια) ρυθμιζόμενης βολής (καρφί ή βεντάλια). Διέθεταν, επίσης, δέκα με δεκαπέντε κανάβινες σωλήνες (μάνικες) 1 και ¾ της ίντσας των 10 μ. χοντρούς που είχαν βάρος όταν γέμιζαν νερό ανά τρέχον μέτρο 4,5 κιλά και μερικούς αυλούς ρυθμιζόμενης βολής (καρφί ή βεντάλια). Ασήκωτες και στην άσφαλτο, πόσο μάλλον σε ανάποδο έδαφος. Διέθεταν, επίσης, δυο κανάβινες (τρεβίρα σήμερα) σωλήνες ανεφοδιασμού των 2,5 Ιντσών και τέσσερες σωλήνες σκληρούς σταθερής διαμέτρου στην οροφή για ανεφοδιασμό με αναρρόφηση από ανοικτή επιφάνεια νερού (δεξαμενή, στέρνες, λίμνη, αυλάκια κ.λπ.).
Τις φωτιές στο δάσος προσβάλαμε κατ’ αρχή με το μαύρο σωλήνα με πολλή μεγάλη δυσκολία και κάποια καθυστέρηση σε δύσβατο έδαφος, ανωφέρειες και κατωφέρειες, και στην συνέχεια αν θέλαμε να επεκτείνουμε την φλέβα νερού συμπλέκαμε τις χοντρές κανάβινες της 1 και ¾ ιντ. που ήταν όταν γέμιζαν νερό κυριολεκτικά ασήκωτες. Δεν είχαμε άλλο τρόπο. Δεν είχαν δυστυχώς τα Π/Ο άλλο εξοπλισμό. Στα Π/Ο επέβαιναν ένας πυροσβέστης (στα UNIMOG) και αργότερα δυο στα STEYR και αυτό αν υπήρχε επάρκεια προσωπικού στην βάρδια, που δεν υπήρχε πάντα, ειδικά στις νυκτερινές βάρδιες. Πώς να προλάβεις μια φωτιά σε απόσταση 100 και περισσότερων μέτρων που εξελισσόταν με ταχύτητα; Τι μπορούσε να κάνει ένας δασοπυροσβέστης ακόμη και ο δυνατότερος; Πώς να τραβήξει μόνος του τόσο βάρος; Έπρεπε και να το τραβήξει (απλώσει δηλαδή) για να σβήσει την φλόγα και να το μαζέψει γρήγορα για να μετακινηθεί το Π/Ο. Αν το’ κανε ένας πυροσβέστης πέντε έξι φορές συνεχόμενα μέσα σε καπνούς και σε φωτιές προς τα κατάντη ή ανάντη «διαλυόταν». Τον «έχανες»….
Ήταν, λοιπόν, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλα τα πυροσβεστικά οχήματα (Π/Ο) τύπου UNIMOG, STEYR, INTERNATIONAL, DACOTA κ.α., με τα οποία η Δασική Υπηρεσία εξοπλίστηκε και χρησιμοποίησε μετά το 1974 για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, δεν διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να τα κάνει ικανά να ανταποκριθούν στον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Την δασοπυρόσβεση. Ήταν εφοδιασμένα με τον ίδιο σχεδόν εξοπλισμό που είχαν τα Π/Ο που χρησιμοποιούσε το Πυροσβεστικό Σώμα (Π.Σ.) για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών σε αστικούς χώρους (πόλεις, χωριά, κτίρια, εργοστάσια κ.λπ.), Οι συνθήκες, όμως, και οι ανάγκες της αντιμετώπισης των πυρκαγιών για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ήταν και είναι πολύ διαφορετικές.
Παραθέτουμε μερικές διαφορές που έγιναν αμέσως αντιληπτές σε όλους όσους τότε ασχοληθήκαμε ενεργά και με φιλότιμο με την δασοπυρόσβεση.
Πηγή: dasarxeio.com