Νέο μοντέλο, με έμφαση στην πρόληψη των πυρκαγιών
Ποια είναι η πολύπλευρη και συγκροτημένη πολιτική που χρειαζόμαστε για τα δάση μας. Στο θέμα των πυρκαγιών δεν περισσεύει κανείς.
Του Δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλου (*)
Το έτος 1998 ήταν η αρχή μιας οδυνηρής πορείας για τα ελληνικά δάση,. Είναι η χρονιά που η ευθύνη για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών φεύγει από τη Δασική Υπηρεσία και πηγαίνει στην Πυροσβεστική. Παλιά, όταν ξεσπούσε πυρκαγιά, την ευθύνη για την κατάσβεσή της μέσα στο δάσος είχαν ο δασάρχης και η υπηρεσία του, αυτοί «δούλευαν» τη φωτιά με σκοπό να μην εξαπλωθεί στους παρακείμενους οικισμούς και στα χωριά. Παράλληλα, η δουλειά των πυροσβεστών ήταν να προστατεύσουν και να προφυλάξουν το χωριό από τις φλόγες. Η μεταφορά της ευθύνης έγινε χωρίς επιστημονική μελέτη για τη σκοπιμότητά της και τις δυσκολίες της, εσπευσμένα και χωρίς επαρκή προετοιμασία.
Η τότε κυβέρνηση, ωστόσο, ενίσχυσε αμέσως το Σώμα με προσωπικό, μέσα και εξοπλισμό. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η αύξηση των εναέριων μέσων δασοπυρόσβεσης, τόσο των εθνικών όσο και των ιδιωτικών, που μισθώνονταν κάθε καλοκαίρι. Πολλοί έσπευσαν να θεωρήσουν ότι το πρόβλημα είχε λυθεί. Αλλά οι πυρκαγιές που σημειώθηκαν από το 2006 και μετά κατέδειξαν ότι το πρόβλημα κάθε άλλο παρά λυμένο ήταν. Ο μέσος όρος καμένων εκτάσεων στα 20 τελευταία χρόνια, είναι περίπου στα ίδια επίπεδα, με τη διαφορά ότι πλέον ξοδεύουμε τριπλάσια χρήματα και το κυριότερο, έχουμε τραγωδίες όπως αυτές στο Μάτι και στην Ηλεία. Οι πολίτες αναρωτούνται «γιατί;», αφού τα μέσα έχουν αυξηθεί και οι διατιθέμενες πιστώσεις είναι υψηλότατες.
Η αποδυνάμωση των δασικών υπηρεσιών σε συνδυασμό με την έμφαση κυρίως στην καταστολή αντί για την πρόληψη, είναι ένα μοντέλο που απαιτείται να αλλάξει άμεσα. Υπάρχει ένας αρτηριοσκληρωτικός μηχανισμός στρατιωτικής δομής που «πνίγει» τη λογική του τοπικού, ο οποίος ξέρει τι να κάνει επί τόπου. Ο δασικός ήξερε τον τόπο σαν την τσέπη του, ήξερε τους κατοίκους, συνεργαζόταν μαζί τους. Σήμερα έχουμε έλλειψη σχεδιασμού και «τυφλές» εκκενώσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις «άδειασαν» οικισμούς με αποτέλεσμα οι πυροσβεστικές δυνάμεις να επιχειρούν να σώσουν σπίτια, αντί να κυνηγούν το μέτωπο της φωτιάς προκειμένου να το αναχαιτίσουν.
Το δόγμα της μαζικής αεροπυρόσβεσης που εφάρμοσε το Πυροσβεστικό Σώμα έδειξε τα όριά του, και οι πολίτες αισθάνονται απροστάτευτοι ακόμη και μέσα στην Αθήνα. Το 2000 βρέθηκα στη Σάμο, όταν το νησί καιγόταν για τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Εκεί, ενεργούσε και το πρώτο ελικόπτερο τύπου Erickson που είχε έρθει στην Ελλάδα. Όταν κάποια στιγμή συνομίλησα με τον ιδιαίτερα έμπειρο Αμερικανό πιλότο για την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών κατάσβεσης, μου απάντησε χαρακτηριστικά: «Κοροϊδευόμαστε! Εμείς ρίχνουμε νερό, αλλά κάτω δεν υπάρχει κανείς για να ολοκληρώσει τη δουλειά». Με έναν καλό σχεδιασμό το ίδιο βράδυ και, φρέσκο, καλά κατανεμημένο προσωπικό με συγκεκριμένες οδηγίες το επόμενο πρωί, η αναφορά του πιλότου την επόμενη ημέρα είχε αλλάξει: «Μην στεναχωριέσαι! Την έχουμε τη φωτιά. Σήμερα δουλεύουμε!». Η φωτιά των 110.000 στρεμμάτων ελέγχθηκε εκείνη την ημέρα.
Ένα άλλο παράδειγμα, από το 2007. Όταν χρειάστηκε να δουλέψουν οι επίγειες δυνάμεις σε αρχική προσβολή χωρίς εναέρια μέσα, που δεν ήταν διαθέσιμα καθώς υπήρχαν μεγάλες πυρκαγιές σε εξέλιξη, δεν τα κατάφεραν, γιατί είχαν συνηθίσει σε αυτή την υποστήριξη. Αυτό επανελήφθη πολλές φορές από τότε. Συμβαίνει και τώρα πολύ συχνά σε κάθε περίπτωση που δεν μπορούν να ενεργήσουν τα εναέρια μέσα (νύχτα, ισχυροί άνεμοι, αναταράξεις).
Αν εξακολουθήσουμε να ρίχνουμε χρήματα στην καταστολή και όχι στην πρόληψη, το χάσαμε το παιχνίδι. Η συσσώρευση βιομάζας στα δάση λόγω έλλειψης διαχείρισης κάνει αδύνατο τον έλεγχο των πυρκαγιών υπό δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη ουσιαστικών μέτρων και μακροπρόθεσμων πολιτικών πρόληψης οδηγεί σε εκδήλωση πολλών πυρκαγιών κάθε ημέρα με συνθήκες υψηλού κινδύνου. Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη ζωνών μίξης δασών και οικισμών γίνεται εφιάλτης για τις πυροσβεστικές δυνάμεις και αυξάνει κατακόρυφα το δυναμικό καταστροφής.
Αν συνεχιστεί μια πολιτική που δεν αναγνωρίζει την πραγματικότητα και τους υπάρχοντες εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης, το μέλλον προοιωνίζεται εξαιρετικά δυσοίωνο. Αν η επιλογή είναι και πάλι μονοδιάστατη, στην κατεύθυνση της περαιτέρω ενίσχυσης της δασοπυρόσβεσης με μέσα και προσωπικό, χωρίς ουσιαστική ποιοτική αναβάθμιση της συνολικής οργάνωσης, ο κύκλος της αποτυχίας και της καταστροφής θα επαναληφθεί για μία ακόμη φορά.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί μόνο αν εκπονηθεί μια πολύπλευρη και συντονισμένη πολιτική, η οποία θα αφορά όλα τα συναφή θέματα, από τη χωροταξία των ζωνών μίξης δασών-οικισμών ως την κάλυψη των αναγκών χρήσης γης του πληθυσμού της υπαίθρου, από τη δασοπονία με αειφορική διαχείριση ως τις τουριστικές δραστηριότητες, από την επιλογή, εκπαίδευση και κινητοποίηση των κρατικών στελεχών ως την οργάνωση και αξιοποίηση των εθελοντών και την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, και από την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών ως την καταστολή και την μεταπυρική αποκατάσταση. Όλο αυτό το πλαίσιο δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί και κυρίως δεν μπορεί να οργανωθεί από ένα φορέα με περιορισμένη προοπτική. Πρέπει να συνεργαστούν αλλά και να γίνουν κοινωνοί του αποτελέσματος. Στο θέμα των πυρκαγιών, δεν περισσεύει κανείς.
(*) Ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος έχει κάνει διδακτορικό στις δασικές πυρκαγιές στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα (ΗΠΑ), είναι Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων και του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα».
Πηγή: kreport.gr